- καλοαγόραστος
- καλοαγόραστος, -η, -ον (Μ)ο αγορασμένος σε καλή τιμή, ο φτηνός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοαγόραστον — καλοαγόραστος well bought masc/fem acc sg καλοαγόραστος well bought neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek